- φρικίασις
- φρῑκ-ίᾱσις, εως, ἡ,A shivering, Sch.Poet. de herb. 166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρικίαση — η / φρικίασις, άσεως, ΝΜΑ [φρικιῶ] ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα νεοελλ. μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας … Dictionary of Greek